πολύπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyplevros
|Transliteration C=polyplevros
|Beta Code=polu/pleuros
|Beta Code=polu/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[many-sided]], Plu.2.966e, <span class="bibl">Plot.6</span>. <span class="bibl">3.14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">-πλευρον, τό,</b> = [[ἀρνόγλωσσον]], Dsc.2.126 ([[varia lectio|v.l.]] [[πολύνευρον]]).</span>
|Definition=πολύπλευρον,<br><span class="bld">A</span> [[many-sided]], Plu.2.966e, Plot.6. 3.14.<br><span class="bld">2</span> [[πολύπλευρον]], τό, = [[ἀρνόγλωσσον]], Dsc.2.126 ([[varia lectio|v.l.]] [[πολύνευρον]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[à plusieurs côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλευρά]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπλευρος:''' [[многосторонний]], [[многогранный]] ([[ἔργον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.
|lstext='''πολύπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs côtés.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πλευρά]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπλευρος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο [[σχήμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο [[ζήτημα]]» β. «πολύπλευρη [[προσφορά]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολύπλευρον</i><br />το [[φυτό]] αρνόγλωσσον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολύπλευρα</i> Ν<br />από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[ισόπλευρος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπλευρος:''' [[многосторонний]], [[многогранный]] ([[ἔργον]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλευρος Medium diacritics: πολύπλευρος Low diacritics: πολύπλευρος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: polýpleuros Transliteration B: polypleuros Transliteration C: polyplevros Beta Code: polu/pleuros

English (LSJ)

πολύπλευρον,
A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14.
2 πολύπλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).

German (Pape)

[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισόπλευρος].