κορυβαντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Corybante.<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
|btext=ή, όν :<br />[[de Corybante]].<br />'''Étymologie:''' [[Κορύβαντες]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 13:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυβαντικός Medium diacritics: κορυβαντικός Low diacritics: κορυβαντικός Capitals: ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: korybantikós Transliteration B: korybantikos Transliteration C: koryvantikos Beta Code: korubantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Corybantic, σκιρτήματα Plu. 2.759b, cf. Porph. Abst. 2.21; οἱ τὰ Κ. τελούμενοι DH. Dem. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Corybante.
Étymologie: Κορύβαντες.

Greek Monolingual

κορυβαντικός, -ή, -όν (Α) Κορύβας
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κορύβαντες («κορυβαντικὰ ἱερά», Σχόλ. Αριστοφ.).
επίρρ...
κορυβαντικῶς
κατά τον τρόπο τών Κορυβάντων.

Russian (Dvoretsky)

κορῠβαντικός: корибантский (σκιρτήματα Plut.).