διάδετος: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diadetos | |Transliteration C=diadetos | ||
|Beta Code=dia/detos | |Beta Code=dia/detos | ||
|Definition= | |Definition=διάδετον, [[bound fast]], <b class="b3">χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων</b> bits [[firm bound through]] the horse's mouth, A.''Th.''122(lyr.); <b class="b3">δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον</b> [[adorned with]] a strip of amber set in.., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.''Decl.''12.27. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[rodeado]], [[ceñido]] ([[δακτύλιον]]) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar</i> Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas</i> Lib.<i>Decl</i>.12.27<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[cinta]] para la cabeza, Anon.<i>in Rh</i>.168.23. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />attaché à travers <i>ou</i> autour.<br />'''Étymologie:''' [[διαδέω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>durch etwas hin [[festgebunden]]</i>, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, die durch der [[Pferde]] Maul gehenden festgebundenen Zäume, Aesch. <i>Spt</i>. 122; [[διάδετος]] ταινίαις τὰς κόμας, der die [[Haare]] mit Bändern durchbunden hat, Liban.; [[κύκλος]] ἠλέκτρῳ [[διάδετος]] Heliod. 5.13. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διάδετος:''' [[продетый и связанный]] (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διάδετος''': -ον, ([[διαδέω]]) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάδετος]], -ον) [[διαδέω]]<br /><b>1.</b> ο δεμένος [[ολόγυρα]] ή [[στερεά]]<br /><b>2.</b> στεφανοειδές [[εξάρτημα]] για την περίσφιξη συμβλημάτων<br /><b>αρχ.</b><br />(για κρίκους) ο κοσμημένος με [[στεφάνη]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάδετος:''' -ον ([[διαδέω]]), αυτός που είναι δεμένος [[δυνατά]], ισχυρά· <i>χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων</i>, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διάδετος]], ον [[διαδέω]]<br />[[bound]] [[fast]], χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits [[firm]] [[bound]] [[through]] the [[horse]]'s [[mouth]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
διάδετον, bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in.., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.
Spanish (DGE)
-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
•subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.
German (Pape)
durch etwas hin festgebunden, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, die durch der Pferde Maul gehenden festgebundenen Zäume, Aesch. Spt. 122; διάδετος ταινίαις τὰς κόμας, der die Haare mit Bändern durchbunden hat, Liban.; κύκλος ἠλέκτρῳ διάδετος Heliod. 5.13.
Russian (Dvoretsky)
διάδετος: продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.
Greek Monotonic
διάδετος: -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
διάδετος, ον διαδέω
bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits firm bound through the horse's mouth, Aesch.