προώλης: Difference between revisions

m (Text replacement - " :" to ":")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proolis
|Transliteration C=proolis
|Beta Code=prow/lhs
|Beta Code=prow/lhs
|Definition=ες, (ὄλλυμι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[utterly destroyed]] or [[ruined]], <b class="b3">ἐξώλης καὶ π</b>. <span class="bibl">D.19.172</span>, cf. <span class="bibl">18.324</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>325</span>, Ἀρχ. Δελτ. ''ΙΙ'' παρ. <span class="bibl">20</span> (Lesbos, <b class="b3">πρωώλ-</b>).</span>
|Definition=προώλες, ([[ὄλλυμι]]) [[utterly destroyed]] or [[ruined]], <b class="b3">ἐξώλης καὶ π.</b> D.19.172, cf. 18.324, Ael.''Fr.''325, Ἀρχ. Δελτ. ''ΙΙ'' παρ. 20 (Lesbos, <b class="b3">πρωώλ-</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] ες, vorher verdorben, unglücklich, [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ [[προώλης]] Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) κατεστραμμένος [[προηγουμένως]], [[ἄξιος]] νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, [[ἐξώλης]] καὶ πρ. (ἴδε [[ἐξώλης]]) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· [[ἄβιος]] καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.
|btext=ης, ες:<br />[[entièrement perdu]], [[anéanti]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄλλυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προώλης -ες &#91;[[πρό]], [[ὄλλυμι]]] [[vernietigd]]:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ης, ες:<br />entièrement perdu, anéanti.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ὄλλυμι]].
|elrutext='''προώλης:''' [[совершенно погибший]], [[уничтоженный]] (только в клятвенной формуле): [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно!
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[προώλης]], -ῶλες, ΝΑ, και [[λεσβιακός]] τ. πρωώλης, -ῶλες, Α<br /><b>φρ.</b> «[[εξώλης]] και [[προώλης]]» — [[ολωσδιόλου]] διεφθαρμένος στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελείως]] κατεστραμμένος, αφανισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>εξ</i>-<i>ώλης</i>, <i>παν</i>-<i>ώλης</i>)].
|mltxt=-ες / [[προώλης]], -ῶλες, ΝΑ, και [[λεσβιακός]] τ. πρωώλης, -ῶλες, Α<br /><b>φρ.</b> «[[εξώλης]] και [[προώλης]]» — [[ολωσδιόλου]] διεφθαρμένος στην [[ψυχή]] και στο [[σώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τελείως]] κατεστραμμένος, αφανισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]»), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> [[εξώλης]], [[πανώλης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), κατεστραμμένος από [[πριν]], σε Δημ.
|lsmtext='''προώλης:''' -ες ([[ὄλλυμι]]), κατεστραμμένος από [[πριν]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προώλης:''' [[совершенно погибший]], [[уничтоженный]] (только в клятвенной формуле): [[ἐξώλης]] ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно!
|lstext='''προώλης''': -ες, ([[ὄλλυμι]]) κατεστραμμένος [[προηγουμένως]], [[ἄξιος]] νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, [[ἐξώλης]] καὶ πρ. (ἴδε [[ἐξώλης]]) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· [[ἄβιος]] καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.
}}
{{elnl
|elnltext=προώλης -ες [πρό, ὄλλυμι] vernietigd:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

English (LSJ)

προώλες, (ὄλλυμι) utterly destroyed or ruined, ἐξώλης καὶ π. D.19.172, cf. 18.324, Ael.Fr.325, Ἀρχ. Δελτ. ΙΙ παρ. 20 (Lesbos, πρωώλ-).

German (Pape)

[Seite 801] ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
entièrement perdu, anéanti.
Étymologie: πρό, ὄλλυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προώλης -ες [πρό, ὄλλυμι] vernietigd:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172.

Russian (Dvoretsky)

προώλης: совершенно погибший, уничтоженный (только в клятвенной формуле): ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно!

Greek Monolingual

-ες / προώλης, -ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, -ῶλες, Α
φρ. «εξώλης και προώλης» — ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα
αρχ.
τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. εξώλης, πανώλης)].

Greek Monotonic

προώλης: -ες (ὄλλυμι), κατεστραμμένος από πριν, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προώλης: -ες, (ὄλλυμι) κατεστραμμένος προηγουμένως, ἄξιος νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, ἐξώλης καὶ πρ. (ἴδε ἐξώλης) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· ἄβιος καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.

Middle Liddell

προ-ώλης, ες ὄλλυμι
ruined beforehand, Dem.

English (Woodhouse)

destroyed utterly, utterly ruined