πόκα: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] u. ποκά, dor. statt [[πότε]] u. [[ποτέ]], u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0653.png Seite 653]] u. ποκά, dor. statt [[πότε]] u. [[ποτέ]], u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[πότε]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόκα Dor. voor πότε.
}}
{{elru
|elrutext='''πόκα:''' adv. дор. = [[πότε]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πόκα''': ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ [[πότε]] καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]].
|lstext='''πόκα''': ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ [[πότε]] καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, [[ὁππόκα]], [[ἄλλοκα]].
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[πότε]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόκα:''' ή [[ποκά]][ᾰ], Δωρ. αντί [[πότε]] και [[ποτέ]].
|lsmtext='''πόκα:''' ή [[ποκά]][ᾰ], Δωρ. αντί [[πότε]] και [[ποτέ]].
}}
{{elru
|elrutext='''πόκα:''' adv. дор. = [[πότε]].
}}
{{elnl
|elnltext=πόκα Dor. voor πότε.
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόκα Dor. voor πότε.

Russian (Dvoretsky)

πόκα: adv. дор. = πότε.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].

Greek Monotonic

πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.