ἀρκτῷος: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)rktw=|os | |Beta Code=a)rktw=|os | ||
|Definition=α, ον, ([[ἄρκτος]])<br><span class="bld">A</span> [[of a bear]], γενύεσσιν Nonn.D.2.44.<br><span class="bld">2</span> [[arctic]], [[northern]], [[βορέας]] D.P.519, etc.; [[κρυμός]] Lib.Or.59.128; [[τὰ ἀρκτῷα]] = [[the arctic regions]], Luc.Cont.5. | |Definition=α, ον, ([[ἄρκτος]])<br><span class="bld">A</span> [[of a bear]], γενύεσσιν Nonn.D.2.44.<br><span class="bld">2</span> [[arctic]], [[northern]], [[βορέας]] D.P.519, etc.; [[κρυμός]] Lib.Or.59.128; [[τὰ ἀρκτῷα]] = [[the arctic regions]], Luc.Cont.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de oso]] γένυες Nonn.<i>D</i>.2.44.<br /><b class="num">2</b> [[septentrional]], [[ártico]] βορεας D.P.519, τόποι Heph.Astr.3.47.55, κρυμός Lib.<i>Or</i>.59.128, cf. Them.<i>Or</i>.30.349c, τὸ ἀρκτῷον el Norte</i> Manes 54.1, tb. ἡ ἀρκτῴα Lyd.<i>Mag</i>.3.43, τὰ ἀρκτῴα la zona ártica</i> Eudox.<i>Fr</i>.114, Luc.<i>Cont</i>.5, ἀρκτῴων· βορείων τόπων Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0354.png Seite 354]] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[d'ours]];<br /><b>2</b> [[du nord]], [[arctique]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄρκτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρκτῷος''': -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) [[ἀρκτικός]], [[βόρειος]], [[μῆκος]] ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5. | |lstext='''ἀρκτῷος''': -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) [[ἀρκτικός]], [[βόρειος]], [[μῆκος]] ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:42, 30 November 2022
English (LSJ)
α, ον, (ἄρκτος)
A of a bear, γενύεσσιν Nonn.D.2.44.
2 arctic, northern, βορέας D.P.519, etc.; κρυμός Lib.Or.59.128; τὰ ἀρκτῷα = the arctic regions, Luc.Cont.5.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 de oso γένυες Nonn.D.2.44.
2 septentrional, ártico βορεας D.P.519, τόποι Heph.Astr.3.47.55, κρυμός Lib.Or.59.128, cf. Them.Or.30.349c, τὸ ἀρκτῷον el Norte Manes 54.1, tb. ἡ ἀρκτῴα Lyd.Mag.3.43, τὰ ἀρκτῴα la zona ártica Eudox.Fr.114, Luc.Cont.5, ἀρκτῴων· βορείων τόπων Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] α, ον, nördlich, gegen Norden gelegen, Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d'ours;
2 du nord, arctique.
Étymologie: ἄρκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτῷος: -α, -ον, (ἄρκτος) ὁ εἰς ἄρκτον ἀνήκων, «ἀρκουδένιος», ἀρκτῴαις γενύεσσιν Νόνν. Δ. 2. 44. 2) ἀρκτικός, βόρειος, μῆκος ἐπ’ ἀρκτῴοιο τιταινόμεναι βορέαο Διον. Π. 519, κτλ.· τὰ ἀρκτῷα, αἱ ἀρκτικαὶ χῶραι, ὁ βορρᾶς, Λουκ. Ἐπισκ. 5.
Greek Monolingual
ἀρκτῷος, -α, -ον (Α) άρκτος
1. αυτός που ανήκει σε αρκούδα
2. αρκτικός, βόρειος
3. τά ἀρκτῷα
οι αρκτικές περιοχές, ο Βορράς.
Greek Monotonic
ἀρκτῷος: -α, -ον (ἄρκτος II), αρκτικός, βόρειος, σε Λουκ.