σκυτεία: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skyteia | |Transliteration C=skyteia | ||
|Beta Code=skutei/a | |Beta Code=skutei/a | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[σκυτείη]], ἡ, [[shoemaking]], Hp.''Art.''53 ([[σκυτίης]] cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. σκυτείη, ἡ, shoemaking, Hp.Art.53 (σκυτίης cod. B), Poll.7.80; also σ. τέχνη Man.4.321.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεία: ἡ, ὑποδηματοποιία, Ἱππ. 820D (κοινῶς: σκυτίης), Πολυδ. Ζ΄, 80· ὡσαύτως, σκ. τέχνη, Μανέθων 4. 321.
Greek Monolingual
και σκυτείη, ἡ, Α σκυτεύω
η τέχνη της επεξεργασίας του δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία («σκυτεία τέχνη», Μαν.).