φιλοφρονητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filofronitikos | |Transliteration C=filofronitikos | ||
|Beta Code=filofronhtiko/s | |Beta Code=filofronhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=φιλοφρονητική, φιλοφρονητικόν, [[friendly]], [[kind]], Corn.''ND''24, Procl.''Par.Ptol.''225; <b class="b3">φ. ἀρετή</b> Sch.Pi. ''P.''1.184. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλοφρονητική, φιλοφρονητικόν, friendly, kind, Corn.ND24, Procl.Par.Ptol.225; φ. ἀρετή Sch.Pi. P.1.184.
German (Pape)
[Seite 1288] ή, όν, liebreich, freundlich behandelnd, Schol. Ar. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοφρονητικός: -ή, -όν, φιλικός, ἀγαθός, εὔνους, Προκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 225, 29, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Ζ. 27, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ξ. 145, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φιλοφρονητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φιλοφρονῶ
φιλόφρων
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από φιλοφρόνηση, που εκφράζει φιλοφροσύνη.
επίρρ...
φιλοφρονητικώς και φιλοφρονητικά Ν
με φιλοφρόνηση.