γεροῖα: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=geroia
|Transliteration C=geroia
|Beta Code=geroi=a
|Beta Code=geroi=a
|Definition=τά, [[tales of old time]], <span class="bibl">Corinn.20</span>: as title of poems by her, <span class="bibl">Ant.Lib.25</span> (prob.).
|Definition=τά, [[tales of old time]], Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=γεροῑα, τα (Α)<br />διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γεροία]] (πιθ. να [[πρέπει]] να αναγνωριστεί <i>Fεροῑα</i>) προέρχεται από ένα κύριο όνομα <i>Γέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γέρων]]), ως [[υστερογενής]] [[ονοματικός]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>οιος</i>.
|mltxt=γεροῖα, τα (Α)<br />διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γεροία]] (πιθ. να [[πρέπει]] να αναγνωριστεί <i>Fεροῖα</i>) προέρχεται από ένα κύριο όνομα <i>Γέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γέρων]]), ως [[υστερογενής]] [[ονοματικός]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>οιος</i>.
}}
}}

Latest revision as of 14:39, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροῖα Medium diacritics: γεροῖα Low diacritics: γεροία Capitals: ΓΕΡΟΙΑ
Transliteration A: geroîa Transliteration B: geroia Transliteration C: geroia Beta Code: geroi=a

English (LSJ)

τά, tales of old time, Corinn.20: as title of poems by her, Ant.Lib.25 (prob.).

Spanish (DGE)

τά cosas de otro tiempo f.l. por Ϝεροῖα Corinn.2(b).2.

Greek Monolingual

γεροῖα, τα (Α)
διηγήσεις ή άσματα του παλιού καιρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γεροία (πιθ. να πρέπει να αναγνωριστεί Fεροῖα) προέρχεται από ένα κύριο όνομα Γέρως (< γέρων), ως υστερογενής ονοματικός σχηματισμός κατά τα επίθετα σε -οιος.