μελισσουργία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melissourgia
|Transliteration C=melissourgia
|Beta Code=melissourgi/a
|Beta Code=melissourgi/a
|Definition=Att. μελιττ-, ἡ, [[bee-keeping]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1258b18</span>, <span class="bibl">D.S.5.65</span> (pl.), Sch.<span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>448</span>.
|Definition=Att. [[μελιττουργία]], ἡ, [[bee-keeping]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1258b18, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.65 (pl.), Sch.Nic. ''Al.''448.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ἡ, die Arbeit, Beschäftigung des Bienenzüchters; Arist. pol. 1, 7; D. Sic. 5, 65.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0124.png Seite 124]] ἡ, die Arbeit, Beschäftigung des Bienenzüchters; Arist. pol. 1, 7; D. Sic. 5, 65.
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσουργία:''' атт. μελιττουργία ἡ [[пчеловодство]] Arst., Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μελισσουργία]], αττ. τ. [[μελιττουργία]]) [[μελισσουργός]]<br />η [[ενασχόληση]] με τις μέλισσες, η [[τέχνη]] και το [[έργο]] του μελισσουργού, [[μελισσοκομία]] («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[μελισσουργία]], αττ. τ. [[μελιττουργία]]) [[μελισσουργός]]<br />η [[ενασχόληση]] με τις μέλισσες, η [[τέχνη]] και το [[έργο]] του μελισσουργού, [[μελισσοκομία]] («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μελισσουργία:''' атт. μελιττουργία ἡ пчеловодство Arst., Diod.
}}
}}

Latest revision as of 17:29, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσουργία Medium diacritics: μελισσουργία Low diacritics: μελισσουργία Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: melissourgía Transliteration B: melissourgia Transliteration C: melissourgia Beta Code: melissourgi/a

English (LSJ)

Att. μελιττουργία, ἡ, bee-keeping, Arist.Pol.1258b18, D.S.5.65 (pl.), Sch.Nic. Al.448.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ, die Arbeit, Beschäftigung des Bienenzüchters; Arist. pol. 1, 7; D. Sic. 5, 65.

Russian (Dvoretsky)

μελισσουργία: атт. μελιττουργία ἡ пчеловодство Arst., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσουργία: Ἀττ. μελιττ-, ἡ, τὸ τρέφειν μελίσσας, τὸ ἔργον τοῦ μελισσουργοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 11, 2.

Greek Monolingual

η (Α μελισσουργία, αττ. τ. μελιττουργία) μελισσουργός
η ενασχόληση με τις μέλισσες, η τέχνη και το έργο του μελισσουργού, μελισσοκομία («καὶ μελιττουργίας καὶ τῶν ἄλλων ζῷων τῶν πλωτῶν ἢ πτηνῶν», Αριστοτ.).