μυρμηκόβιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmikovios
|Transliteration C=myrmikovios
|Beta Code=murmhko/bios
|Beta Code=murmhko/bios
|Definition=ον, [[living an ant's life]], τὸ τῆς διαίτης μ. <span class="bibl">Eust.77.3</span>.
|Definition=μυρμηκόβιον, [[living an ant's life]], τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκόβῐος Medium diacritics: μυρμηκόβιος Low diacritics: μυρμηκόβιος Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΒΙΟΣ
Transliteration A: myrmēkóbios Transliteration B: myrmēkobios Transliteration C: myrmikovios Beta Code: murmhko/bios

English (LSJ)

μυρμηκόβιον, living an ant's life, τὸ τῆς διαίτης μ. Eust.77.3.

German (Pape)

[Seite 220] wie die Ameisen lebend, Eust. 58, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκόβῐος: -ον, ὁ διερχόμενος βίον μυρμήκων, διὰ τὸ τῆς διαίτης, ὡς εἰπεῖν, μυρμηκόβιον Εὐστ. 77. 3.

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μυρμηκόβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της Αυστραλίας που ανήκουν στην οικογένεια δασυουρίδες ή μυρμηκοβιίδες και τρέφονται με τερμίτες αλλ. ραβδωτός μυρμηκοφάγος
μσν.
1. αυτός, που ζει σαν το μυρμήγκι, δηλ. που συντηρείται με λίγα ανεπαρκή μέσα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρμηκόβιον
ανεπάρκεια, ευτέλεια τών μέσων της ζωῆς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + βίος.