ἐξαπίναιος: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksapinaios | |Transliteration C=eksapinaios | ||
|Beta Code=e)capi/naios | |Beta Code=e)capi/naios | ||
|Definition=proparox., or [[ἐξαπιναῖος]], α, ον, or ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]] ([[sudden]], [[unexpected]]), < | |Definition=proparox., or [[ἐξαπιναῖος]], α, ον, or ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]] ([[sudden]], [[unexpected]]), Hp.''Acut.''28, X.''Hier.''10.6, Plb.25.2.1, Call.''Jov.''50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. [[ἐξαπιναίως]] Hp.''Art.''43, Th.3.3, al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> fem. -η Hp.<i>Acut</i>.37; -αῖος, -ον Hp.<i>Acut</i>.28, Hp.<i>Mul</i>.2.138; Plb.25.2.1<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />adv. graf. -ινέως Thdt.<i>HE</i> 2.30.5<br /><b class="num">1</b> [[repentino]], [[imprevisto]] τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.<i>Mul</i>.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.<i>Acut</i>.28, ὁ [[ἄρτος]] θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.<i>Acut</i>.37, πολεμίων ἔφοδοι X.<i>Hier</i>.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.<i>Iou</i>.50, [[ἐκδιαίτησις]] Ph.2.160, συμβολή I.<i>BI</i> 1.369, ἐπιδρομαί I.<i>BI</i> 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión</i> X.<i>Eq</i>.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.<i>Elect</i>.19.10.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐξαπιναίως]] = [[repentinamente]] πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[de golpe]], [[a la vez]] ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera)</i> Hp.<i>Art</i>.43. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαπίναιος''': ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐξαπίναιος''': ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = [[ἐξαιφνίδιος]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
proparox., or ἐξαπιναῖος, α, ον, or ος, ον, = ἐξαιφνίδιος (sudden, unexpected), Hp.Acut.28, X.Hier.10.6, Plb.25.2.1, Call.Jov.50, Ruf. ap. Orib.6.38.25. Adv. ἐξαπιναίως Hp.Art.43, Th.3.3, al.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰπίναιος) -α, -ον
• Alolema(s): fem. -η Hp.Acut.37; -αῖος, -ον Hp.Acut.28, Hp.Mul.2.138; Plb.25.2.1
• Prosodia: [-ῐ-]
adv. graf. -ινέως Thdt.HE 2.30.5
1 repentino, imprevisto τὰ ἐξαπιναῖα δῆλα τῶν νουσημάτων Hp.Mul.l.c., αἱ ἐξαπιναῖοι μεταβολαί Hp.Acut.28, ὁ ἄρτος θερμὸς ... παρέχει καὶ ἐξαπιναίην πληθώρην Hp.Acut.37, πολεμίων ἔφοδοι X.Hier.10.6, cf. Plb.l.c., φόβοι Aen.Tact.27.6, ἔργα Call.Iou.50, ἐκδιαίτησις Ph.2.160, συμβολή I.BI 1.369, ἐπιδρομαί I.BI 3.116, διάρροια Ruf. en Orib.6.38.25
•neutr. subst. τὰ ἐξαπίναια τάραχον ἐξεργάζεται lo repentino produce confusión X.Eq.9.4, ὑπό τε τοῦ παρὰ π[ροσ] δοκίαν ἐξαπιναίου τυπ[τόμ] ενοι Phld.Elect.19.10.
2 adv. ἐξαπιναίως = repentinamente πέμπουσιν ἐ. ... ναῦς Th.3.3, cf. Thdt.l.c.
•de golpe, a la vez ὅπως ... ἐ. ἀφήσουσι (τὴν κλίμακα) de modo que dejen caer de golpe (la escalera) Hp.Art.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπίναιος: ἢ ἐξᾰπῐναῖος, α, ον, ἢ ος, ον, = ἐξαιφνίδιος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Ξεν. Ἱέρων 10, 6, Πολύβ. 26. 6, 1, Καλλ. εἰς Δία 50. - Ἐπίρρ. -ως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Θουκ. 3. 3, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἐξαπίναιος: -α, -ον ή -ος, -ον, = ἐξαιφνίδιος, σε Ξεν.· επίρρ. -ως, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐξαπίναιος, η, ον adj adj = ἐξαιφνίδιος, Xen.] [adv. -ως Thuc.] [from ἐξᾰπῐ́νης]
sudden, unexpected.