ἀνάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=analytos
|Transliteration C=analytos
|Beta Code=a)na/lutos
|Beta Code=a)na/lutos
|Definition=ον, [[dissoluble]], <span class="bibl">Plot.4.7.2</span>.
|Definition=ἀνάλυτον, [[dissoluble]], [[soluble]], Plot.4.7.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descomponible]] οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes <i>Cels</i>.4.14.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάλυτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.
|lstext='''ἀνάλυτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[descomponible]] οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes <i>Cels</i>.4.14.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 12:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάλῠτος Medium diacritics: ἀνάλυτος Low diacritics: ανάλυτος Capitals: ΑΝΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: análytos Transliteration B: analytos Transliteration C: analytos Beta Code: a)na/lutos

English (LSJ)

ἀνάλυτον, dissoluble, soluble, Plot.4.7.2.

Spanish (DGE)

-ον
descomponible οἱ δὲ τοῦ Ἐπικούρου θεοί Origenes Cels.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάλυτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀναλυθῇ, Πλωτῖν. 457Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάλυτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος
2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος
αρχ.
αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνάλυτος < ἀναλύω, ενώ το νεοελλ. ανάλυτος < αναλυτός, με αρνητική σημασία από τον αναβιβασμό του τόνου].