οὐλαμώνυμος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oulamonymos
|Transliteration C=oulamonymos
|Beta Code=ou)lamw/numos
|Beta Code=ou)lamw/numos
|Definition=ον, (ὄνομα) [[named from the armed throng]] (οὐλαμός), [[epithet]] of Neoptolemus, Lyc.183 ([[varia lectio|v.l.]] [[οὐλαδωνύμου]], which the Sch. explains as [[epithet]] of Paris, whose name was derived from [[πήρα]], v. [[οὐλάς]] 11).
|Definition=οὐλαμώνυμον, ([[ὄνομα]]) [[named from the armed throng]] ([[οὐλαμός]]), [[epithet]] of Neoptolemus, Lyc.183 ([[varia lectio|v.l.]] [[οὐλαδωνύμου]], which the Sch. explains as [[epithet]] of Paris, whose name was derived from [[πήρα]], v. [[οὐλάς]] 11).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οὐλαμώνυμος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως (<b>πρβλ.</b> <i>θηρι</i>-<i>ώνυμος</i>)].
|mltxt=[[οὐλαμώνυμος]], -ον (Α)<br />(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐλαμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]) με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[θηριώνυμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμώνῠμος Medium diacritics: οὐλαμώνυμος Low diacritics: ουλαμώνυμος Capitals: ΟΥΛΑΜΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: oulamṓnymos Transliteration B: oulamōnymos Transliteration C: oulamonymos Beta Code: ou)lamw/numos

English (LSJ)

οὐλαμώνυμον, (ὄνομα) named from the armed throng (οὐλαμός), epithet of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epithet of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).

German (Pape)

[Seite 412] nach den Kriegerschaaren benannt, Lycophr. 183. Andere schreiben οὐλαδώνυμος, nach der Gerste οὐλαί, od. nach der Hirtentasche οὐλάς benannt.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμώνῠμος: -ον, (ὄνομα) ὁ ὠνομασμένος ἐκ τοῦ ἐνόπλου στίφους (τοῦ οὐλαμοῦ), ἐπίθ. τοῦ Νεοπτολέμου, Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

οὐλαμώνυμος, -ον (Α)
(επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηριώνυμος)].