ἰασιώνη: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iasioni
|Transliteration C=iasioni
|Beta Code=i)asiw/nh
|Beta Code=i)asiw/nh
|Definition=ἡ, [[bindweed]], [[Convolvulus sepium]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.13.2</span>, cf. <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>21.105</span>.
|Definition=ἡ, [[bindweed]], [[Convolvulus sepium]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.13.2, cf. Plin.''HN''21.105.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰασιώνη Medium diacritics: ἰασιώνη Low diacritics: ιασιώνη Capitals: ΙΑΣΙΩΝΗ
Transliteration A: iasiṓnē Transliteration B: iasiōnē Transliteration C: iasioni Beta Code: i)asiw/nh

English (LSJ)

ἡ, bindweed, Convolvulus sepium, Thphr. HP 1.13.2, cf. Plin.HN21.105.

German (Pape)

[Seite 1233] ἡ, eine Pflanze, eine Convolvolus-Art, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰασιώνη: ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ εἴδους convolvulus, κατά τινας ἡ ἑλξίνηκισσάμπελος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 2.

Greek Monolingual

και γιασιώνη, ἡ (Α ίασιώνη)
δικότυλο αγγειόσπερμο φυτό της οικογένειας καμπανουλίδες της τάξης σύνανδρα, κομβόλβουλος, περιπλοκάδι, σκαμμωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ίασις. Προήλθε πιθ. λόγω της ιατρικής χρήσεως του φυτού, που μάς είναι άγνωστη. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasione «ιασιώνη»)].

Frisk Etymological English

Meaning: plant-name
See also: s. ἰάομαι.

Frisk Etymology German

ἰασιώνη: {iasiṓnē}
Meaning: Pflanzenname
See also: s. ἰάομαι.
Page 1,706