ἰσχέγαον: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischegaon | |Transliteration C=ischegaon | ||
|Beta Code=i)sxe/gaon | |Beta Code=i)sxe/gaon | ||
|Definition=τό, (ἴσχω, γῆ) [[retaining wall]], | |Definition=τό, ([[ἴσχω]], [[γῆ]]) [[retaining wall]], ''SIG''241''A''7, 247''I''214 (Delph., iv B.C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | |mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, (ἴσχω, γῆ) retaining wall, SIG241A7, 247I214 (Delph., iv B.C.).
Greek Monolingual
ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].