ὀκτάσημος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὀκτάσημος
|Full diacritics=ὀκτᾰ́σημος
|Medium diacritics=ὀκτάσημος
|Medium diacritics=ὀκτάσημος
|Low diacritics=οκτάσημος
|Low diacritics=οκτάσημος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oktasimos
|Transliteration C=oktasimos
|Beta Code=o)kta/shmos
|Beta Code=o)kta/shmos
|Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, [[of eight times]], Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>103</span>. Adv. <b class="b3">-μως</b> [[in the eight-time measure]], of the dochmius (), Sch.<span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span> 128</span>.
|Definition=[ᾰ], ον, in Prosody, [[of eight times]], Sch.A.''Th.''103. Adv. [[ὀκτασήμως]] = [[in the eight-time measure]], of the [[dochmius]] (◡ – – ◡ –), Sch.A.''Th.'' 128.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>σημος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀκτάσημος]], -ον)<br />(για αρχαίο μετρικό [[πόδα]]) αυτός που αποτελείται από [[οκτώ]] πρώτους χρόνους, από [[οκτώ]] χρονικά [[σημεία]]. Επίρ. <i>οκτασήμως</i> (Α)<br />[[κατά]] οκτάσημα [[μέτρα]] («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, [[ἤτοι]] [[κατά]] δοχμίους»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), [[πρβλ]]. [[εξάσημος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκτᾰ́σημος Medium diacritics: ὀκτάσημος Low diacritics: οκτάσημος Capitals: ΟΚΤΑΣΗΜΟΣ
Transliteration A: oktásēmos Transliteration B: oktasēmos Transliteration C: oktasimos Beta Code: o)kta/shmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, in Prosody, of eight times, Sch.A.Th.103. Adv. ὀκτασήμως = in the eight-time measure, of the dochmius (◡ – – ◡ –), Sch.A.Th. 128.

German (Pape)

[Seite 317] mit acht Zeiten, achtzeitig, in der Prosodie, Schol. Aesch. Spt. 103; auch adv., Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάσημος: -ον, ἐν προσῳδίᾳ, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ὀκτὼ σημείων χρόνου, Σχόλ. εἰς Ἡφαιστ. 164, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, ἐπὶ τοῦ δοχμίου (υ--υ-), Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 120.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀκτάσημος, -ον)
(για αρχαίο μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από οκτώ πρώτους χρόνους, από οκτώ χρονικά σημεία. Επίρ. οκτασήμως (Α)
κατά οκτάσημα μέτρα («ἐστιχούργησε ὀκτασήμως, ἤτοι κατά δοχμίους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -σημος (< σῆμα), πρβλ. εξάσημος].