ὄρφνινος: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orfninos | |Transliteration C=orfninos | ||
|Beta Code=o)/rfninos | |Beta Code=o)/rfninos | ||
|Definition=η, ον, = [[ὀρφνός]], ὄ. χρῶμα a [[brownish grey]] colour, being mixed of black, red, and white (but with most black), | |Definition=η, ον, = [[ὀρφνός]], ὄ. χρῶμα a [[brownish grey]] colour, being mixed of black, red, and white (but with most black), Pl.''Ti.''68c, cf. Duris 31 J.; put by X. between [[πορφύρεος]] and [[φοινίκινος]], ''Cyr.''8.3.3:—the form ὄρφνιος occurs in Arist.''Col.''792a27, 794b5, Plu.2.565c, but is prob. corrupt. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0389.png Seite 389]] = [[ὀρφνός]], [[χρῶμα]], eine aus schwarz, roth u. weiß gemischte Farbe; Plat. Tim. 68 c Xen. Cyr. 8, 3, 3 u. Sp., wie Orph. Arg. 968; Ath. XII, 535. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0389.png Seite 389]] = [[ὀρφνός]], [[χρῶμα]], eine aus schwarz, roth u. weiß gemischte Farbe; Plat. Tim. 68 c Xen. Cyr. 8, 3, 3 u. Sp., wie Orph. Arg. 968; Ath. XII, 535. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />[[sombre]], [[foncé]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρφνη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρφνῐνος:''' [[темный]] ([[χρῶμα]] Plat., Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρφνῐνος''': -η, -ον, = [[ὀρφνός]], ὄρφνινον [[χρῶμα]], μελαψὸν ἢ φαιὸν [[χρῶμα]] παραγόμενον ἐκ τῆς μίξεως μέλανος, ἐρυθροῦ καὶ λευκοῦ (ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μέλανος), Πλάτ. Τίμ. 68C· [[ὅπερ]] ὁ Ξενοφ. θέτει μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ φοινικίνου, Κύρ. 8. 3, 3· ― ὁ [[τύπος]] ὄρφνιος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2.5, κ. ἀλλ., Πλούτ. 2. 565C, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἀθην. 535F· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[ὄρφνινος]] εὕρηται ὡς διάφ. γραφ. καὶ πιθ. [[δέον]] [[πανταχοῦ]] νὰ ἀποκατασταθῇ. | |lstext='''ὄρφνῐνος''': -η, -ον, = [[ὀρφνός]], ὄρφνινον [[χρῶμα]], μελαψὸν ἢ φαιὸν [[χρῶμα]] παραγόμενον ἐκ τῆς μίξεως μέλανος, ἐρυθροῦ καὶ λευκοῦ (ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μέλανος), Πλάτ. Τίμ. 68C· [[ὅπερ]] ὁ Ξενοφ. θέτει μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ φοινικίνου, Κύρ. 8. 3, 3· ― ὁ [[τύπος]] ὄρφνιος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2.5, κ. ἀλλ., Πλούτ. 2. 565C, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἀθην. 535F· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] [[ὄρφνινος]] εὕρηται ὡς διάφ. γραφ. καὶ πιθ. [[δέον]] [[πανταχοῦ]] νὰ ἀποκατασταθῇ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὄρφνῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή [[απόχρωση]] [[καφέ]] και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ὄρφνῐνος:''' -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή [[απόχρωση]] [[καφέ]] και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, = ὀρφνός, ὄ. χρῶμα a brownish grey colour, being mixed of black, red, and white (but with most black), Pl.Ti.68c, cf. Duris 31 J.; put by X. between πορφύρεος and φοινίκινος, Cyr.8.3.3:—the form ὄρφνιος occurs in Arist.Col.792a27, 794b5, Plu.2.565c, but is prob. corrupt.
German (Pape)
[Seite 389] = ὀρφνός, χρῶμα, eine aus schwarz, roth u. weiß gemischte Farbe; Plat. Tim. 68 c Xen. Cyr. 8, 3, 3 u. Sp., wie Orph. Arg. 968; Ath. XII, 535.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sombre, foncé.
Étymologie: ὄρφνη.
Russian (Dvoretsky)
ὄρφνῐνος: темный (χρῶμα Plat., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄρφνῐνος: -η, -ον, = ὀρφνός, ὄρφνινον χρῶμα, μελαψὸν ἢ φαιὸν χρῶμα παραγόμενον ἐκ τῆς μίξεως μέλανος, ἐρυθροῦ καὶ λευκοῦ (ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μέλανος), Πλάτ. Τίμ. 68C· ὅπερ ὁ Ξενοφ. θέτει μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ φοινικίνου, Κύρ. 8. 3, 3· ― ὁ τύπος ὄρφνιος ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Χρωμ. 2.5, κ. ἀλλ., Πλούτ. 2. 565C, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἀθην. 535F· ἀλλ’ ὁ τύπος ὄρφνινος εὕρηται ὡς διάφ. γραφ. καὶ πιθ. δέον πανταχοῦ νὰ ἀποκατασταθῇ.
Greek Monotonic
ὄρφνῐνος: -η, -ον, αυτός που έχει τη μικτή απόχρωση καφέ και γκρίζου, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
ὄρφνῐνος, η, ον [from ὄρφνη
brownish gray, Xen., etc.