ῥυποκόνδυλος: Difference between revisions
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rypokondylos | |Transliteration C=rypokondylos | ||
|Beta Code=r(upoko/ndulos | |Beta Code=r(upoko/ndulos | ||
|Definition= | |Definition=ῥυποκόνδυλον, [[with dirty knuckles]], especially of one who imitates the Laconians, Pl.Com.124, Ar.''Fr.''718. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γλίσχρος]], [[πενιχρός]], [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[γλίσχρος]], [[πενιχρός]], [[ελλιπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόνδυλος]] ([[πρβλ]]. [[μονοκόνδυλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥυποκόνδυλον, with dirty knuckles, especially of one who imitates the Laconians, Pl.Com.124, Ar.Fr.718.
German (Pape)
[Seite 852] mit schmutzigen Fingergelenken, dah. überhaupt ein unsauberer Mensch, Schmutzfinke; Aristophan. in B. A. 474; Plat. com. bei Arist. eth. 4, 7; vgl. Suid. u. Eust. zu Od. p. 1828, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠποκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ῥυπαροὺς κονδύλους, μάλιστα δὲ ὁ μιμούμενος τοὺς Λάκωνας, γλίσχρος, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620. - Ἡσύχ.: «ῥυποκονδύλους· ἀεὶ ῥυπῶντας καὶ ῥυπαρούς».
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων
2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονοκόνδυλος)].