ῥυποκόνδυλος

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠποκόνδῠλος Medium diacritics: ῥυποκόνδυλος Low diacritics: ρυποκόνδυλος Capitals: ΡΥΠΟΚΟΝΔΥΛΟΣ
Transliteration A: rhypokóndylos Transliteration B: rhypokondylos Transliteration C: rypokondylos Beta Code: r(upoko/ndulos

English (LSJ)

ῥυποκόνδυλον, with dirty knuckles, especially of one who imitates the Laconians, Pl.Com.124, Ar.Fr.718.

German (Pape)

[Seite 852] mit schmutzigen Fingergelenken, dah. überhaupt ein unsauberer Mensch, Schmutzfinke; Aristophan. in B. A. 474; Plat. com. bei Arist. eth. 4, 7; vgl. Suid. u. Eust. zu Od. p. 1828, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠποκόνδῠλος: -ον, ὁ ἔχων ῥυπαροὺς κονδύλους, μάλιστα δὲ ὁ μιμούμενος τοὺς Λάκωνας, γλίσχρος, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Πρέσβεσι» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke), πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 620. - Ἡσύχ.: «ῥυποκονδύλους· ἀεὶ ῥυπῶντας καὶ ῥυπαρούς».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων
2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονοκόνδυλος)].