συμμοριάρχης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symmoriarchis | |Transliteration C=symmoriarchis | ||
|Beta Code=summoria/rxhs | |Beta Code=summoria/rxhs | ||
|Definition=and [[συμμορίαρχος]], ὁ, [[president]] of a [[συμμορία]], | |Definition=and [[συμμορίαρχος]], ὁ, [[president]] of a [[συμμορία]], Hyp.''Fr.''148, ''PTeb.''316.6, al. (i A.D.), ''PSI''5.464.4 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
and συμμορίαρχος, ὁ, president of a συμμορία, Hyp.Fr.148, PTeb.316.6, al. (i A.D.), PSI5.464.4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.
Greek (Liddell-Scott)
συμμοριάρχης: καὶ -αρχος, ὁ, ὁ πρόεδρος συμμορίας, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 53· ὑπὸ τοῦ Δημοσθένους καλεῖται ἡγεμὼν συμμορίας, 565. 12., 836 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και συμμορίαρχος, ὁ, Α
προϊστάμενος συμμορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία «[στην αρχ. Αθήνα] ομάδα φορολογουμένων» + -άρχης / -άρχος].