βαλανειόμφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=valaneiomfalos
|Transliteration C=valaneiomfalos
|Beta Code=balaneio/mfalos
|Beta Code=balaneio/mfalos
|Definition=ον, [[with a boss like the valve of a bath]], <b class="b3">φιάλη β</b>. a cup [[with a round bottom]], <span class="bibl">Cratin. 50</span>.
|Definition=βαλανειόμφαλον, [[with a boss like the valve of a bath]], <b class="b3">φιάλη β.</b> a cup [[with a round bottom]], Cratin. 50.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαλανειόμφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[φιάλη]]) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε [[σχήμα]] πώματος μπανιέρας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλανείον]] «[[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]] «[[πώμα]] με το οποίο κλεινόταν ο [[εξαγωγός]] βαλανείου»].
|mltxt=[[βαλανειόμφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[φιάλη]]) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε [[σχήμα]] πώματος μπανιέρας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλανείον]] «[[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]] «[[πώμα]] με το οποίο κλεινόταν ο [[εξαγωγός]] βαλανείου»].
}}
{{pape
|ptext=φιάλαι, Cratin. bei Ath. XI.501d, der die verschiedenen [[Auslegungen]] der alten [[Erklärer]] [[anführt]]; Hesych.; <i>B.A</i>. 225 steht [[falsch]] βαλανόμφαλοι, wie die Erkl. zeigt: ἔχουσαι ὀμφάλους ἄνευ τῶν προσώπων ὁποῖοι οἱ τῶν βαλανείων θόλοι.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνειόμφᾰλος Medium diacritics: βαλανειόμφαλος Low diacritics: βαλανειόμφαλος Capitals: ΒΑΛΑΝΕΙΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: balaneiómphalos Transliteration B: balaneiomphalos Transliteration C: valaneiomfalos Beta Code: balaneio/mfalos

English (LSJ)

βαλανειόμφαλον, with a boss like the valve of a bath, φιάλη β. a cup with a round bottom, Cratin. 50.

Spanish (DGE)

(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον
• Alolema(s): βαλανόμφαλος Hsch.
con una protuberancia en el medio δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνειόμφαλος: -ον, φιάλη βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, ἔνθα καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ οὕτως ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

βαλανειόμφαλος, -ον (Α)
(για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»].

German (Pape)

φιάλαι, Cratin. bei Ath. XI.501d, der die verschiedenen Auslegungen der alten Erklärer anführt; Hesych.; B.A. 225 steht falsch βαλανόμφαλοι, wie die Erkl. zeigt: ἔχουσαι ὀμφάλους ἄνευ τῶν προσώπων ὁποῖοι οἱ τῶν βαλανείων θόλοι.