ἀνεμοσκεπής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anemoskepis
|Transliteration C=anemoskepis
|Beta Code=a)nemoskeph/s
|Beta Code=a)nemoskeph/s
|Definition=ές, [[sheltering one from the wind]], χλαῖναι <span class="bibl">Il.16.224</span>.
|Definition=ἀνεμοσκεπές, [[sheltering one from the wind]], χλαῖναι Il.16.224.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui abrite contre le vent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], σκέπος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμοσκεπής:''' [[защищающий от ветра]] ([[χλαῖνα]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμοσκεπής''': -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.
|lstext='''ἀνεμοσκεπής''': -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui abrite contre le vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], σκέπος.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῑς χλαῑναι» (<b>Ομ.</b>).
|mltxt=[[ἀνεμοσκεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῖναι» (<b>Ομ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεμοσκεπής:''' -ές ([[σκέπη]]), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνεμοσκεπής:''' -ές ([[σκέπη]]), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεμοσκεπής:''' [[защищающий от ветра]] ([[χλαῖνα]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκέπη]]<br />[[sheltering]] from the [[wind]], Il.
|mdlsjtxt=[[σκέπη]]<br />[[sheltering]] from the [[wind]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμοσκεπής Medium diacritics: ἀνεμοσκεπής Low diacritics: ανεμοσκεπής Capitals: ΑΝΕΜΟΣΚΕΠΗΣ
Transliteration A: anemoskepḗs Transliteration B: anemoskepēs Transliteration C: anemoskepis Beta Code: a)nemoskeph/s

English (LSJ)

ἀνεμοσκεπές, sheltering one from the wind, χλαῖναι Il.16.224.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que protege contra el viento χλαῖναι Il.16.224.

German (Pape)

[Seite 223] ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui abrite contre le vent.
Étymologie: ἄνεμος, σκέπος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμοσκεπής: защищающий от ветра (χλαῖνα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοσκεπής: -ές, ὁ σκεπάζων τινὰ ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, ὁ προφυλάττων, χλαῖναι Ἰλ. Π. 224.

English (Autenrieth)

ές (σκέπας): sheltering from the wind, Il. 16.224†.

Greek Monolingual

ἀνεμοσκεπής, -ές (Α)
αυτός που σκεπάζει και προφυλάσσει από τον άνεμο («ἀνεμοσκεπεῖς χλαῖναι» (Ομ.).

Greek Monotonic

ἀνεμοσκεπής: -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

σκέπη
sheltering from the wind, Il.