ἀσφαλτίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asfaltitis
|Transliteration C=asfaltitis
|Beta Code=a)sfalti/ths
|Beta Code=a)sfalti/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[ἀσφαλτῖτις]], ιδος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bituminous]], βῶλος <span class="bibl">Str.7.5.8</span>; <b class="b3">λίμνη Ἀ</b>. the Dead Sea, <span class="bibl">D.S.19.98</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.33.5</span>; [[πόα]], = [[ἀσφάλτιον]], Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.27</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Aët.5.84</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> v. [[ἀσφαλτίας]].</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, fem. [[ἀσφαλτῖτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[bituminous]], [[βῶλος]] Str.7.5.8; [[λίμνη Ἀσφαλτῖτις]] = the [[Dead Sea]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.98, cf. J.''BJ''1.33.5; [[πόα]], = [[ἀσφάλτιον]], Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84.<br><span class="bld">II</span> v. [[ἀσφαλτίας]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] erdharzig, asphaltisch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0381.png Seite 381]] [[erdharzig]], [[asphaltisch]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφαλτίτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, [[ἀσφαλτώδης]], καιομένης, ὡς [[εἰκός]], τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· [[λίμνη]] Ἀσφαλτῖτις, ἡ [[Νεκρὰ]] [[θάλασσα]], Διόδ. 19, 98.
|lstext='''ἀσφαλτίτης''': -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, [[ἀσφαλτώδης]], καιομένης, ὡς [[εἰκός]], τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· [[λίμνη Ἀσφαλτῖτις]], ἡ [[Νεκρὰ θάλασσα]], Διόδ. 19, 98.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα<br /><b>2.</b> «ἀσφαλτῑτις πόα» — το [[τριφύλλι]].
|mltxt=ο (Α [[ἀσφαλτίτης]], ο και ἀσφαλτῑτις, η)<br />αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο [[ασφαλτώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[λίμνη]] Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα<br /><b>2.</b> «ἀσφαλτῖτις πόα» — το [[τριφύλλι]].
}}
}}

Latest revision as of 08:45, 17 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφαλτίτης Medium diacritics: ἀσφαλτίτης Low diacritics: ασφαλτίτης Capitals: ΑΣΦΑΛΤΙΤΗΣ
Transliteration A: asphaltítēs Transliteration B: asphaltitēs Transliteration C: asfaltitis Beta Code: a)sfalti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, fem. ἀσφαλτῖτις, ιδος,
A bituminous, βῶλος Str.7.5.8; λίμνη Ἀσφαλτῖτις = the Dead Sea, D.S.19.98, cf. J.BJ1.33.5; πόα, = ἀσφάλτιον, Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84.
II v. ἀσφαλτίας.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 anat. la que no resbala o no falla n. de la última vértebra lumbar, Poll.2.179; cf. ἀσφαλτίας.
2 bot. higueruela, trébol hediondo, Psoralea bituminosa L. πόα ἀ. Philum. en Orib.45.29.28.

German (Pape)

[Seite 381] erdharzig, asphaltisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφαλτίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, ιδος, ὁ ἐξ ἀσφάλτου ὁ περιέχων ἄσφαλτον, ἀσφαλτώδης, καιομένης, ὡς εἰκός, τῆς βώλου τῆς ἀσφαλτίτιδος Στράβ. 316· λίμνη Ἀσφαλτῖτις, ἡ Νεκρὰ θάλασσα, Διόδ. 19, 98.

Greek Monolingual

ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η)
αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης
αρχ.
φρ.
1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» — η Νεκρά Θάλασσα
2. «ἀσφαλτῖτις πόα» — το τριφύλλι.