ἔκτριμμα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektrimma | |Transliteration C=ektrimma | ||
|Beta Code=e)/ktrimma | |Beta Code=e)/ktrimma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[sore caused by rubbing]], [[excoriation]], Hp.''Fract.''29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.<br><span class="bld">II</span> [[rubber]], [[towel]], Philox.2.41. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:53, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sore caused by rubbing, excoriation, Hp.Fract.29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.
II rubber, towel, Philox.2.41.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 medic. erosión, llaga ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.Fract.29, περὶ ὀσφῦν Hp.Epid.7.7
•rozadura c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.
2 toalla ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.
German (Pape)
[Seite 783] τό, das Aufgeriebene, Verwundung durch Reiben, Hippocr. – Philox. bei Ath. IX, 409 e ein Tuch zum Abreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτριμμα: τό, ἕλκωσις ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. χειρόμακτρον, Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.
Greek Monolingual
το (AM ἔκτριμμα)
1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο
2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο
αρχ.
ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον.