δεράς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
 
Line 5: Line 5:
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
|elnltext=δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).
}}
{{elru
|elrutext='''δεράς:''' άδος ἡ Soph., Eur. = [[δειράς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 17:
|lsmtext='''δεράς:''' -[[άδος]], ἡ, =[[δειράς]], σε Σοφ.
|lsmtext='''δεράς:''' -[[άδος]], ἡ, =[[δειράς]], σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δεράς:''' άδος ἡ Soph., Eur. = [[δειράς]].
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
}}
{{elnl
|elnltext=δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[δειράς]], Soph.]
|mdlsjtxt== [[δειράς]], Soph.]
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).

Russian (Dvoretsky)

δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].

Greek Monotonic

δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

Middle Liddell

= δειράς, Soph.]