βόλομαι: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=volomai
|Transliteration C=volomai
|Beta Code=bo/lomai
|Beta Code=bo/lomai
|Definition=Ep., Ion. (<span class="title">IG</span>12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.<span class="bibl">5</span> (<span class="bibl">2</span>).<span class="bibl">3.9</span> (Tegea, iv B. C.)), = [[βούλομαι]], Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος <span class="bibl">Il.11.319</span>; <b class="b3">εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ</b>. <span class="bibl">Od.16.387</span>; <b class="b3">νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί</b> (vulg. [[ἐβάλοντο]]) <span class="bibl">1.234</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.262</span>; <b class="b3">εἴ τι βόλεστε</b> (2pl.) <span class="title">SIG</span>1259.5 (iv B. C.).
|Definition=Ep., Ion. (''IG''12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)), = [[βούλομαι]], Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; <b class="b3">εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ</b>. Od.16.387; <b class="b3">νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί</b> (vulg. [[ἐβάλοντο]]) 1.234, cf. A.R.1.262; <b class="b3">εἴ τι βόλεστε</b> (2pl.) ''SIG''1259.5 (iv B. C.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[βούλομαι]].
|btext=<i>poét. c.</i> [[βούλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βόλομαι]] ep. en Ιon. voor [[βούλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''βόλομαι:''' эп. = [[βούλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόλομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του [[βούλομαι]], σε Όμηρ.· παρατ. <i>ἐβολλόμαν</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''βόλομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του [[βούλομαι]], σε Όμηρ.· παρατ. <i>ἐβολλόμαν</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόλομαι:''' эп. = [[βούλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βόλομαι]] ep. en Ιon. voor [[βούλομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλομαι Medium diacritics: βόλομαι Low diacritics: βόλομαι Capitals: ΒΟΛΟΜΑΙ
Transliteration A: bólomai Transliteration B: bolomai Transliteration C: volomai Beta Code: bo/lomai

English (LSJ)

Ep., Ion. (IG12(9).189.31 (Eretria, iv B. C.)), Arc. (ib.5 (2).3.9 (Tegea, iv B. C.)), = βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Il.11.319; εἰ… βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν κτλ. Od.16.387; νῦν δ' ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (vulg. ἐβάλοντο) 1.234, cf. A.R.1.262; εἴ τι βόλεστε (2pl.) SIG1259.5 (iv B. C.).

Spanish (DGE)

v. βούλομαι.

German (Pape)

[Seite 452] poet. = βούλομαι; βόλεται Il. 11, 319: βόλεσθε Od. 16, 387; ἐβόλοντο Od. 1, 234. Vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 11, 319 ἡ διπλῆ, ὅτι βόλεται ἀντὶ τοῦ βούλεται.

French (Bailly abrégé)

poét. c. βούλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλομαι ep. en Ιon. voor βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

βόλομαι: эп. = βούλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

βόλομαι: βούλομαι, Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος Ἰλ. Λ. 319· εἰ…βόλεσθε αὐτόν τε ζώειν Ὀδ. Π. 387· νῦν δ’ ἑτέρως ἐβόλοντο θεοί (κοινῶς ἐβάλοντο), Α. 234· ὡσαύτως παρατ. ἐβολλόμαν Θεόκρ. 28. 15. Ἴδε Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. βούλομαι 8.

English (Autenrieth)

(βόλεται, βόλεσθε, ἐβόλοντο): will, wish, prefer; Τρώεσσι δὲ βούλετο νῖκήν, Il. 7.21, etc.; often with foll. ἤ, βούλομ' ἐγὼ λᾶὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι, Il. 1.117.
see βούλομαι.

Greek Monolingual

βόλομαι (Α)
βούλομαι.

Greek Monotonic

βόλομαι: Επικ. τύπος του βούλομαι, σε Όμηρ.· παρατ. ἐβολλόμαν, σε Θεόκρ.