κατασεύομαι: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataseyomai
|Transliteration C=kataseyomai
|Beta Code=kataseu/omai
|Beta Code=kataseu/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush down along]], c. acc., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα <span class="bibl">Il.21.382</span>: abs., [[rush down]], κατεσσύμενος <span class="bibl">Q.S.4.270</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[rush against]], κατεσσεύεσθε λεόντων <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>5.353</span>.</span>
|Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> [[rush down along]], c. acc., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382: abs., [[rush down]], κατεσσύμενος Q.S.4.270.<br><span class="bld">2</span> [[rush against]], κατεσσεύεσθε λεόντων [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.353.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s'élancer en arrière, refluer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σεύω]].
|btext=[[s'élancer en arrière]], [[refluer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατασεύομαι''': φέρομαι ἢ ὁρμῶ [[ὀπίσω]] εἰς…, μετ’ αἰτιατ., [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] καλὰ ῥέεθρα, κατὰ καλὰ ῥ., ἐπανῆλθεν [[ὀπίσω]] εἰς τὴν κοίτην του μὲ ὁρμήν, Ἰλ. Φ. 382· ἀπόλ., ὁρμῶ πρὸς τὰ κὰτω, μεθ’ ὁρμῆς [[καταπίπτω]], κατεσσύμενος ἱδρὼς Κόϊντ. Σμ. 4. 270. 2) ὁρμῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατεσσεύεσθε λεόντων Νόνν. Δ. 5. 353.
|elnltext=κατα-σεύομαι langs... naar beneden snellen, met acc.: ἄψορρον δ’ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα de golf stroomde weer omlaag door de fraaie bedding Il. 21.382.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασεύομαι:''' [[откатиться назад]], [[отхлынуть]] ([[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασεύομαι:''' Παθ., [[ορμώ]] προς τα [[πίσω]], με αιτ. [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] (Επικ. αορ. βʹ) <i>ῥέεθρα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατασεύομαι:''' Παθ., [[ορμώ]] προς τα [[πίσω]], με αιτ. [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] (Επικ. αορ. βʹ) <i>ῥέεθρα</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατασεύομαι:''' [[откатиться назад]], [[отхлынуть]] ([[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] Hom.).
|lstext='''κατασεύομαι''': φέρομαι ἢ ὁρμῶ [[ὀπίσω]] εἰς…, μετ’ αἰτιατ., [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] καλὰ ῥέεθρα, κατὰ καλὰ ῥ., ἐπανῆλθεν [[ὀπίσω]] εἰς τὴν κοίτην του μὲ ὁρμήν, Ἰλ. Φ. 382· ἀπόλ., ὁρμῶ πρὸς τὰ κὰτω, μεθ’ ὁρμῆς [[καταπίπτω]], κατεσσύμενος ἱδρὼς Κόϊντ. Σμ. 4. 270. 2) ὁρμῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατεσσεύεσθε λεόντων Νόνν. Δ. 5. 353.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σεύομαι langs... naar beneden snellen, met acc.: ἄψορρον δ’ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα de golf stroomde weer omlaag door de fraaie bedding Il. 21.382.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass., to [[rush]] [[back]] [[into]], c. acc., [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] (epic aor2) ῥέεθρα Il.
|mdlsjtxt=Pass., to [[rush]] [[back]] [[into]], c. acc., [[κῦμα]] [[κατέσσυτο]] (epic aor2) ῥέεθρα Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:19, 3 March 2024

English (LSJ)

Pass.,
A rush down along, c. acc., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα Il.21.382: abs., rush down, κατεσσύμενος Q.S.4.270.
2 rush against, κατεσσεύεσθε λεόντων Nonn. D. 5.353.

German (Pape)

[Seite 1377] (s. σεύω), herab-, zurückstürzen, eilen; κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, floß wieder hinab in das Flußbett, Il. 21, 382; κατεσσύμενόν περ ἱδρῶτα Qu. Sm. 4, 270; Nonn. D. 34, 155.

French (Bailly abrégé)

s'élancer en arrière, refluer.
Étymologie: κατά, σεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σεύομαι langs... naar beneden snellen, met acc.: ἄψορρον δ’ ἄρα κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα de golf stroomde weer omlaag door de fraaie bedding Il. 21.382.

Russian (Dvoretsky)

κατασεύομαι: откатиться назад, отхлынуть (κῦμα κατέσσυτο Hom.).

English (Autenrieth)

only aor. 2, κατέσσυτο, rushed down, Il. 21.382†.

Greek Monolingual

κατασεύομαι (Α)
1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.)
2. ορμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σεύομαι «ορμώ»].

Greek Monotonic

κατασεύομαι: Παθ., ορμώ προς τα πίσω, με αιτ. κῦμα κατέσσυτο (Επικ. αορ. βʹ) ῥέεθρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατασεύομαι: φέρομαι ἢ ὁρμῶ ὀπίσω εἰς…, μετ’ αἰτιατ., κῦμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα, κατὰ καλὰ ῥ., ἐπανῆλθεν ὀπίσω εἰς τὴν κοίτην του μὲ ὁρμήν, Ἰλ. Φ. 382· ἀπόλ., ὁρμῶ πρὸς τὰ κὰτω, μεθ’ ὁρμῆς καταπίπτω, κατεσσύμενος ἱδρὼς Κόϊντ. Σμ. 4. 270. 2) ὁρμῶ ἐναντίον τινός, κατεσσεύεσθε λεόντων Νόνν. Δ. 5. 353.

Middle Liddell

Pass., to rush back into, c. acc., κῦμα κατέσσυτο (epic aor2) ῥέεθρα Il.