νεφελωτός: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefelotos
|Transliteration C=nefelotos
|Beta Code=nefelwto/s
|Beta Code=nefelwto/s
|Definition=ή, όν, <b class="b2">clouded: made of clouds</b>, Luc.<span class="title">VH</span>1.19.
|Definition=νεφελωτή, νεφελωτόν, clouded: made of clouds, Luc.''VH''1.19.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />fait de nuages.<br />'''Étymologie:''' [[νεφέλη]].
|btext=ή, όν :<br />[[fait de nuages]].<br />'''Étymologie:''' [[νεφέλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεφελωτός:''' [[сделанный из облака]], [[облачный]] ([[τεῖχος]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεφελωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το <i>νεφελόω</i> = [[σχηματίζω]] σύννεφα), [[συννεφιασμένος]], [[γεμάτος]] σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.
|lsmtext='''νεφελωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το <i>νεφελόω</i> = [[σχηματίζω]] σύννεφα), [[συννεφιασμένος]], [[γεμάτος]] σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεφελωτός:''' [[сделанный из облака]], [[облачный]] ([[τεῖχος]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεφελωτός]], ή, όν [as if from νεφελόω to [[form]] clouds]<br />[[clouded]], made of clouds, Luc.
|mdlsjtxt=[[νεφελωτός]], ή, όν [as if from νεφελόω to [[form]] clouds]<br />[[clouded]], made of clouds, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφελωτός Medium diacritics: νεφελωτός Low diacritics: νεφελωτός Capitals: ΝΕΦΕΛΩΤΟΣ
Transliteration A: nephelōtós Transliteration B: nephelōtos Transliteration C: nefelotos Beta Code: nefelwto/s

English (LSJ)

νεφελωτή, νεφελωτόν, clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.

Russian (Dvoretsky)

νεφελωτός: сделанный из облака, облачный (τεῖχος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.

Greek Monolingual

νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].

Greek Monotonic

νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.

Middle Liddell

νεφελωτός, ή, όν [as if from νεφελόω to form clouds]
clouded, made of clouds, Luc.