μελαμπέταλος: Difference between revisions

From LSJ

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melampetalos
|Transliteration C=melampetalos
|Beta Code=melampe/talos
|Beta Code=melampe/talos
|Definition=ον, [[dark-leaved]], κλών <span class="title">AP</span>4.1.14 (Mel.), <span class="bibl">9.307</span> (Phil.).
|Definition=μελαμπέταλον, [[dark-leaved]], κλών ''AP''4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux feuilles noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πέταλον]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux feuilles noires]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[πέταλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' [[чернолистый]], [[с темными листьями]] (δάφνης [[κλών]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμπέτᾰλος:''' -ον ([[πέταλον]]), αυτός που έχει μαύρα (σκούρα) πέταλα ή φύλλα, σε Ανθ.
|lsmtext='''μελαμπέτᾰλος:''' -ον ([[πέταλον]]), αυτός που έχει μαύρα (σκούρα) πέταλα ή φύλλα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' [[чернолистый]], [[с темными листьями]] (δάφνης [[κλών]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-πέτᾰλος, ον [[πέταλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anth.
|mdlsjtxt=μελαμ-πέτᾰλος, ον [[πέταλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπέτᾰλος Medium diacritics: μελαμπέταλος Low diacritics: μελαμπέταλος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: melampétalos Transliteration B: melampetalos Transliteration C: melampetalos Beta Code: melampe/talos

English (LSJ)

μελαμπέταλον, dark-leaved, κλών AP4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, δάφνης κλών, Mel. 1 (IV, 1).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux feuilles noires.
Étymologie: μέλας, πέταλον.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπέτᾰλος: чернолистый, с темными листьями (δάφνης κλών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπέτᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρα, σκοτεινὰ πέταλα, φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 14, πρβλ. 9. 307.

Greek Monolingual

μελαμπέταλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλον (πρβλ. ελικοπέταλος, χρυσοπέταλος)].

Greek Monotonic

μελαμπέτᾰλος: -ον (πέταλον), αυτός που έχει μαύρα (σκούρα) πέταλα ή φύλλα, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελαμ-πέτᾰλος, ον πέταλον
dark-leaved, Anth.