ποδένδυτος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=podendytos
|Transliteration C=podendytos
|Beta Code=pode/ndutos
|Beta Code=pode/ndutos
|Definition=ον, (ἐνδύω) [[drawn over the feet]], <b class="b3">π. κατασκήνωμα</b>, = [[πέπλος ποδιστήρ]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>984(998)</span>.
|Definition=ποδένδυτον, ([[ἐνδύω]]) [[drawn over the feet]], <b class="b3">π. κατασκήνωμα</b>, = [[πέπλος ποδιστήρ]], A.''Ch.''984(998).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tombe jusque sur les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui tombe jusque sur les pieds]].<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[ἐνδύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
|elnltext=ποδένδυτος -ον &#91;[[πούς]], [[ἐνδύω]]] [[om de voeten gewikkeld]].
}}
{{elru
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' [[связывающий ноги]] ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης [[κατασκήνωμα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδύω]] (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>ένδυτος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης [[κατασκήνωμα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐνδύω]] ([[πρβλ]]. [[χαλκένδυτος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποδένδῠτος:''' -ον ([[ἐνδύω]]), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποδένδῠτος:''' [[связывающий ноги]] ([[κατασκήνωμα]] Aesch.).
|lstext='''ποδένδῠτος''': -ον, ([[ἐνδύω]]) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. [[κατασκήνωμα]] = [[πέπλος]] ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποδ-ένδῠτος, ον, [[ἐνδύω]]<br />[[drawn]] [[over]] the feet, Aesch.
|mdlsjtxt=ποδ-ένδῠτος, ον, [[ἐνδύω]]<br />[[drawn]] [[over]] the feet, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδένδῠτος Medium diacritics: ποδένδυτος Low diacritics: ποδένδυτος Capitals: ΠΟΔΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: podéndytos Transliteration B: podendytos Transliteration C: podendytos Beta Code: pode/ndutos

English (LSJ)

ποδένδυτον, (ἐνδύω) drawn over the feet, π. κατασκήνωμα, = πέπλος ποδιστήρ, A.Ch.984(998).

German (Pape)

[Seite 642] an den Fuß gezogen; aber bei Aesch. Ch. 992 ist ποδένδυτον = ποδιστήρ oder ποδήρης πέπλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe jusque sur les pieds.
Étymologie: πούς, ἐνδύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδένδυτος -ον [πούς, ἐνδύω] om de voeten gewikkeld.

Russian (Dvoretsky)

ποδένδῠτος: связывающий ноги (κατασκήνωμα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκένδυτος)].

Greek Monotonic

ποδένδῠτος: -ον (ἐνδύω), αυτός που έχει καλυμμένα τα πόδια, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ποδένδῠτος: -ον, (ἐνδύω) ὁ εἰς τοὺς πόδας φορούμενος, ὁ τοὺς πόδας καλύπτων, π. κατασκήνωμα = πέπλος ποδιστὴρ (ἴδε ἐν λ.) Αἰσχύλ. Χο. 998.

Middle Liddell

ποδ-ένδῠτος, ον, ἐνδύω
drawn over the feet, Aesch.