προσφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosforima
|Transliteration C=prosforima
|Beta Code=prosfo/rhma
|Beta Code=prosfo/rhma
|Definition=ατος, τό,= [[προσφορά]] ([[victuals]]) ΙΙΙ.2, E.El.423.
|Definition=-ατος, τό,= [[προσφορά]] ([[victuals]]) ΙΙΙ.2, E.El.423.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, assaisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[nourriture]], [[assaisonnement]].<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] [[voedsel]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσφόρημα:''' ατος τό пища, еда Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφόρημα:''' -ατος, τό, τα χρειώδη, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ευρ.
|lsmtext='''προσφόρημα:''' -ατος, τό, τα χρειώδη, [[τροφή]], τρόφιμα, σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφόρημα:''' ατος τό пища, еда Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προσφόρημα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is set [[before]] one, [[victuals]], Eur.
|mdlsjtxt=[[προσφόρημα]], ατος, τό,<br />that [[which]] is set [[before]] one, [[victuals]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφόρημα Medium diacritics: προσφόρημα Low diacritics: προσφόρημα Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: prosphórēma Transliteration B: prosphorēma Transliteration C: prosforima Beta Code: prosfo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,= προσφορά (victuals) ΙΙΙ.2, E.El.423.

German (Pape)

[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσφόρημα -ατος, τό [προσφορέω] voedsel.

Russian (Dvoretsky)

προσφόρημα: ατος τό пища, еда Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α προσφορέω, προσφορῶ
τροφή, τρόφιμα.

Greek Monotonic

προσφόρημα: -ατος, τό, τα χρειώδη, τροφή, τρόφιμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

προσφόρημα, ατος, τό,
that which is set before one, victuals, Eur.