σύμπτυκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symptyktos
|Transliteration C=symptyktos
|Beta Code=su/mptuktos
|Beta Code=su/mptuktos
|Definition=ον, [[folded together]], [[trussed up]], <b class="b3">ἄρνα σ</b>. <span class="bibl">Diph.90</span>; <b class="b3">σ. ἀνάπαιστοι</b> [[folded]] anapaestics, dub. sens. in <span class="bibl">Pherecr.79</span> ([[spondaic]] acc. to Sch.Metr.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>4</span>); <b class="b3">πλαίσια ξύμπτυκτα</b> (perhaps [[dovetailed]]) is the best reading (<span class="bibl">Poll.10.148</span>, Suid.) in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>800</span> ([[συμπηκτά]] is v.l.).
|Definition=σύμπτυκτον, [[folded together]], [[trussed up]], <b class="b3">ἄρνα σ.</b> Diph.90; <b class="b3">σ. ἀνάπαιστοι</b> [[folded]] anapaestics, dub. sens. in Pherecr.79 ([[spondaic]] acc. to Sch.Metr.Pi.''O.''4); <b class="b3">πλαίσια ξύμπτυκτα</b> (perhaps [[dovetailed]]) is the best reading (Poll.10.148, Suid.) in Ar.''Ra.''800 ([[συμπηκτά]] is v.l.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον,<br />plié ensemble <i>ou</i> replié sur soi-même, PHERECR. (<i>Com. fr</i>. 2, 283).<br />'''Étymologie:''' [[συμπτύσσω]].
|btext=ος, ον,<br />plié ensemble <i>ou</i> replié sur soi-même, PHERECR. (<i>Com. fr</i>. 2, 283).<br />'''Étymologie:''' [[συμπτύσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] [[samengevouwen]], [[inklapbaar]]:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπτυκτος:''' [[сложенный]] или [[складной]] (πλαίσια Arph. - [[varia lectio|v.l.]] к [[σύμπηκτος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[συμπτύσσω]]<br /><b>1.</b> συνεπτυγμένος, διπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.
|mltxt=-ον, Α [[συμπτύσσω]]<br /><b>1.</b> συνεπτυγμένος, διπλωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμπτυκτος:''' [[сложенный]] или [[складной]] (πλαίσια Arph. - [[varia lectio|v.l.]] к [[σύμπηκτος]]).
}}
{{elnl
|elnltext=σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] samengevouwen, inklapbaar:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπτυκτος Medium diacritics: σύμπτυκτος Low diacritics: σύμπτυκτος Capitals: ΣΥΜΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: sýmptyktos Transliteration B: symptyktos Transliteration C: symptyktos Beta Code: su/mptuktos

English (LSJ)

σύμπτυκτον, folded together, trussed up, ἄρνα σ. Diph.90; σ. ἀνάπαιστοι folded anapaestics, dub. sens. in Pherecr.79 (spondaic acc. to Sch.Metr.Pi.O.4); πλαίσια ξύμπτυκτα (perhaps dovetailed) is the best reading (Poll.10.148, Suid.) in Ar.Ra.800 (συμπηκτά is v.l.).

German (Pape)

[Seite 990] zusammengefaltet, -gelegt, ἀνάπαιστοι, Pherecr. bei Schol. Ar. Nub. 559; vgl. Hephaest. p. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον,
plié ensemble ou replié sur soi-même, PHERECR. (Com. fr. 2, 283).
Étymologie: συμπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-πτυκτος -ον Att. ook ξύμπτυκτος [συμπτύσσω] samengevouwen, inklapbaar:. πλαίσια ξύμπτυκτα inklapbare houten raamwerken Aristoph. Ran. 800.

Russian (Dvoretsky)

σύμπτυκτος: сложенный или складной (πλαίσια Arph. - v.l. к σύμπηκτος).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπτυκτος: -ον, ὁ συμπτυσσόμενος, ἄρνα σ., ἀρνίον διασχισθὲν ὅπως παραγεμισθῇ καὶ πάλιν εἶτα συρραφέν, διάφ. γραφ. Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 7· σ. ἀνάπαιστοι, συνεπτυγμένοι, δηλ. σπονδειακοί, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 5, ἔνθα ἴδε Meineke· πρβλ. σύμπηκτος.

Greek Monolingual

-ον, Α συμπτύσσω
1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος
2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.