σφετεριστής: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfeteristis
|Transliteration C=sfeteristis
|Beta Code=sfeteristh/s
|Beta Code=sfeteristh/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[appropriator]], opp. [[ἐπίτροπος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pol.</span>1315b2</span>.
|Definition=σφετεριστοῦ, ὁ, [[appropriator]], opp. [[ἐπίτροπος]], Id.''Pol.''1315b2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s'approprie le bien d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui s'approprie le bien d'autrui]].<br />'''Étymologie:''' [[σφετερίζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφετεριστής''': ὁ, οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπίτροπος]], μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht</i>, Arist. <i>Pol</i>. 5.11.
}}
{{elru
|elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ [[захватчик]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''σφετεριστής:''' ὁ, αυτός που οικειοποιείται [[κάτι]] που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
|lsmtext='''σφετεριστής:''' ὁ, αυτός που οικειοποιείται [[κάτι]] που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σφετεριστής:''' οῦ ὁ [[захватчик]] Arst.
|lstext='''σφετεριστής''': ὁ, οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἐπίτροπος]], μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
}}
{{elnl
|elnltext=σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφετεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />an appropriator, Arist.
|mdlsjtxt=[[σφετεριστής]], οῦ, ὁ, [from [[σφετερίζω]]<br />an appropriator, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

σφετεριστοῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.

German (Pape)

ὁ, der sich öffentliches, fremdes Gut anmaßt und als sein eignes braucht, Arist. Pol. 5.11.

Russian (Dvoretsky)

σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.

Greek Monotonic

σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

Middle Liddell

σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.