ταυρόκερως: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />aux cornes de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />[[aux cornes de taureau]].<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[κέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έρωτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει κέρατα ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥινό</i>-<i>κερως</i>].
|mltxt=-έρωτος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει κέρατα ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]]), [[πρβλ]]. [[ῥινόκερως]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ταυρόκερως:''' -ωτος, ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόκερως:''' ωτος adj. с бычачьими рогами ([[θεός]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, [[κέρας]]<br />[[bull]]-[[horned]], Eur.
|mdlsjtxt=ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, [[κέρας]]<br />[[bull]]-[[horned]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόκερως Medium diacritics: ταυρόκερως Low diacritics: ταυρόκερως Capitals: ΤΑΥΡΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: taurókerōs Transliteration B: taurokerōs Transliteration C: tavrokeros Beta Code: tauro/kerws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, bull-horned, E. Ba. 100 (lyr.), Euph. 14, Orph. H. 52.2.

German (Pape)

[Seite 1073] ωτος, ὁ, ἡ, mit Stierhörnern, θεός, Eur. Bacch. 100, wie Euphor. lr. 14.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
aux cornes de taureau.
Étymologie: ταῦρος, κέρας.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόκερως: ωτος adj. с бычачьими рогами (θεός Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κέρατα ταύρου, Εὐρ. Βάκχ. 100, Ὀρφ. Ὕμν. 52. 2.

Greek Monolingual

-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει κέρατα ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κερως (< κέρας), πρβλ. ῥινόκερως].

Greek Monotonic

ταυρόκερως: -ωτος, ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει κέρατα ταύρου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ταυρό-κερως, ωτος, ὁ, ἡ, κέρας
bull-horned, Eur.