ταυρόπους: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavropous
|Transliteration C=tavropous
|Beta Code=tauro/pous
|Beta Code=tauro/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, [[bull-footed]], [[σῆμα]], of a rivergod, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>275</span> (lyr.).
|Definition=ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, gen. ταυρόποδος, [[bull-footed]], [[σῆμα]], of a rivergod, E.''IA''275 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />aux pieds de taureau.<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πούς]].
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />[[aux pieds de taureau]].<br />'''Étymologie:''' [[ταῦρος]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόπους:''' 2, gen. ποδος с ногами быка ([[σῆμα]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, Α<br />(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐλαφό</i>-[[πους]])].
|mltxt=-ουν, Α<br />(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> ([[πρβλ]]. [[ἐλαφόπους]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταυρόπους:''' ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ.
|lsmtext='''ταυρόπους:''' ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ταυρόπους:''' 2, gen. ποδος с ногами быка ([[σῆμα]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ταυρό-πους,<br />[[bull]]-footed, Eur.
|mdlsjtxt=ταυρό-πους,<br />[[bull]]-footed, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυρόπους Medium diacritics: ταυρόπους Low diacritics: ταυρόπους Capitals: ΤΑΥΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: taurópous Transliteration B: tauropous Transliteration C: tavropous Beta Code: tauro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, gen. ταυρόποδος, bull-footed, σῆμα, of a rivergod, E.IA275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1074] ποδος, ὁ, ἡ, stierfüßig, Eur. I. A. 275, ταυρόπουν σῆμα.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds de taureau.
Étymologie: ταῦρος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ταυρόπους: 2, gen. ποδος с ногами быка (σῆμα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ταυρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων πόδας ταύρου, τ. σῆμα, ἐπὶ ποταμίου τινὸς θεοῦ, Εὐρ. Ι. Α. 275.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για ποτάμιο θεό) αυτός που έχει πόδια ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + πούς, ποδός (πρβλ. ἐλαφόπους)].

Greek Monotonic

ταυρόπους: ὁ, ἡ, ταυρόπουν, τό, αυτός που έχει πόδια ταύρου, σε Ευρ.

Middle Liddell

ταυρό-πους,
bull-footed, Eur.