ἀνδρομήκης: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=andromikis | |Transliteration C=andromikis | ||
|Beta Code=a)ndromh/khs | |Beta Code=a)ndromh/khs | ||
|Definition= | |Definition=ἀνδρομήκες, [[of a man's height]], σταύρωμα X.''HG''3.2.3; φοῖνιξ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.6.7; [[ὕψος]], [[βάθος]], Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />de la taille d'un homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[μῆκος]]. | |btext=ης, ες:<br />[[de la taille d'un homme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[μῆκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνδρομήκης:''' [[в человеческий рост]] ([[σταύρωμα]] Xen.; [[βάθος]] Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνδρομήκης:''' -ες ([[ἀνήρ]], [[μῆκος]]), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνδρομήκης:''' -ες ([[ἀνήρ]], [[μῆκος]]), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[μῆκος]]<br />of a man's [[height]], Xen. | |mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[μῆκος]]<br />of a man's [[height]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνδρομήκες, of a man's height, σταύρωμα X.HG3.2.3; φοῖνιξ Thphr. HP 2.6.7; ὕψος, βάθος, Plb.8.5.6, 10.46.3; θυρεοί Onos.20.1; πυρός Sosith.2.18.
Spanish (DGE)
-ες
de la altura de un hombre κατειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι ὡς ἀνδρομήκει ὄντι X.HG 3.2.3, φοίνικες ... ἀνδρομήκεις ὄντες Thphr.HP 2.6.7, ἀνδρομήκους ὕψους κατεπύκνωσε τρήμασι τὸ τεῖχος abrió en el muro unas troneras a la altura de un hombre Plb.8.5.6, βάθος Plb.10.46.3, θυρεός Onas.20.1, πυρός Sosith.2.18.
German (Pape)
[Seite 218] ες, von Menschenlänge, σταύρωμα Xen. Hell. 3, 2, 3; ὕψος Pol. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de la taille d'un homme.
Étymologie: ἀνήρ, μῆκος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρομήκης: в человеческий рост (σταύρωμα Xen.; βάθος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρομήκης: -ες, (μῆκος) ἀνδρὸς μῆκος ἔχων, στρύρωμα Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 3· ὕψος, βάθος, Πολύβ. 8. 7, 6., 10. 46, 3· τὸν ἀνδρομ. πυρὸν Σωσιθέου Δάφνις ἢ Λιτυέρσας 18 (ἴδε Clinton F. ΙΙ. 3. σ. 502).
Greek Monolingual
ἀνδρομήκης, -ες (Α)
ισομεγέθης προς άνδρα, εκείνος που το μήκος του είναι ίσο προς το ανδρικό ανάστημα.
Greek Monotonic
ἀνδρομήκης: -ες (ἀνήρ, μῆκος), αυτός που αναφέρεται στο ύψος ενός άνδρα, σε Ξεν.