ἁλιήρης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui fend la mer (rame).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἐρέσσω]].
|btext=ης, ες:<br />qui fend la mer (rame).<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἐρέσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιήρης:''' [[рассекающий]], [[бороздящий море]] ([[κώπη]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιήρης:''' -ες ([[ἐρέσσω]]), αυτός που σαρώνει τα κύματα, [[κώπη]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἁλιήρης:''' -ες ([[ἐρέσσω]]), αυτός που σαρώνει τα κύματα, [[κώπη]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιήρης:''' [[рассекающий]], [[бороздящий море]] ([[κώπη]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἐρέσσω]]<br />[[sweeping]] the sea, [[κώπη]] Eur.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἐρέσσω]]<br />[[sweeping]] the sea, [[κώπη]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιήρης Medium diacritics: ἁλιήρης Low diacritics: αλιήρης Capitals: ΑΛΙΗΡΗΣ
Transliteration A: haliḗrēs Transliteration B: haliērēs Transliteration C: aliiris Beta Code: a(lih/rhs

English (LSJ)

ες, (ἐρέσσω) sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.

German (Pape)

[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].

Greek Monotonic

ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.

Middle Liddell

[ἅλς, ἐρέσσω
sweeping the sea, κώπη Eur.