ῥύπον: Difference between revisions
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>]. | |mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dirtiness]]=== | |||
Catalan: brutícia; French: [[saleté]]; Greek: [[ακαθαρσία]], [[βρόμα]], [[βρομιά]], [[βρώμα]]; Ancient Greek: [[πινωδία]], [[ῥυπαρία]], [[ῥύπασμα]], [[ῥύπον]], [[ῥύπος]], [[τὸ πιναρόν]]; Italian: [[sporcizia]]; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: [[sujidade]]; Romagnol: cacaréra; Spanish: [[suciedad]]; Turkish: kirlilik | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:26, 21 January 2024
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].