ῥύπον: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>].
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[dirtiness]]===
Catalan: brutícia; French: [[saleté]]; Greek: [[ακαθαρσία]], [[βρόμα]], [[βρομιά]], [[βρώμα]]; Ancient Greek: [[πινωδία]], [[ῥυπαρία]], [[ῥύπασμα]], [[ῥύπον]], [[ῥύπος]], [[τὸ πιναρόν]]; Italian: [[sporcizia]]; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: [[sujidade]]; Romagnol: cacaréra; Spanish: [[suciedad]]; Turkish: kirlilik
}}
}}

Latest revision as of 05:26, 21 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠ́πον Medium diacritics: ῥύπον Low diacritics: ρύπον Capitals: ΡΥΠΟΝ
Transliteration A: rhýpon Transliteration B: rhypon Transliteration C: rypon Beta Code: r(u/pon

English (LSJ)

[ῠ], τό, = ὀρός, whey, Phot.

German (Pape)

[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].

Translations

dirtiness

Catalan: brutícia; French: saleté; Greek: ακαθαρσία, βρόμα, βρομιά, βρώμα; Ancient Greek: πινωδία, ῥυπαρία, ῥύπασμα, ῥύπον, ῥύπος, τὸ πιναρόν; Italian: sporcizia; Latvian: netīrība, nespodrība; Portuguese: sujidade; Romagnol: cacaréra; Spanish: suciedad; Turkish: kirlilik