καταλαμπτέος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katalampteos
|Transliteration C=katalampteos
|Beta Code=katalampte/os
|Beta Code=katalampte/os
|Definition=α, ον, Ion. for [[καταληπτέος]], to [[be arrested]], [[θανάτῳ]] by death, <span class="bibl">Hdt.3.127</span>.
|Definition=α, ον, Ion. for [[καταληπτέος]], to [[be arrested]], [[θανάτῳ]] by death, [[Herodotus|Hdt.]]3.127.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
|elnltext=καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμπτέος Medium diacritics: καταλαμπτέος Low diacritics: καταλαμπτέος Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: katalamptéos Transliteration B: katalampteos Transliteration C: katalampteos Beta Code: katalampte/os

English (LSJ)

α, ον, Ion. for καταληπτέος, to be arrested, θανάτῳ by death, Hdt.3.127.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. ion. c. καταληπτέος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλαμπτέος Ion. voor καταληπτέος.

Russian (Dvoretsky)

καταλαμπτέος: ион. = καταληπτέος.

Greek Monotonic

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ιων. αντί καταληπτέος, αυτός που πρέπει να αναχαιτισθεί, να εμποδισθεί, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμπτέος: -α, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταληπτέος, ὃν πρέπει νὰ καταλάβῃ ἢ σταματήσῃ τις, θανάτῳ, διὰ θανάτου, Ἡρόδ. 3. 127.

Middle Liddell

καταλαμπτέος, η, ον [from καταλαμβάνω [ionic for καταληπτέος,]
to be arrested, Hdt.