δείδια: Difference between revisions
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· | |lsmtext='''δείδια:''' Επικ. αντί [[δέδια]], παρακ. του [[δείδω]]· αʹ πληθ. [[δείδιμεν]]· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική [[προφορά]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
δείδιμεν and δειδέμεν, v. δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
German (Pape)
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δέδια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.
Russian (Dvoretsky)
δείδια: эп. = δέδια.
Greek (Liddell-Scott)
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).