δύσμικτος: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui ne se mêle pas <i>ou</i> ne s'unit pas facilement.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μίγνυμι]]. | |btext=ος, ον :<br />qui ne se mêle pas <i>ou</i> ne s'unit pas facilement.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[μίγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]] | |mltxt=[[δύσμικτος]], -ον (Α)<br />Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, [[συγγένεια]] με άλλον<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>δυσμίκτως</i><br /><b>φρ.</b> «δυσμίκτως ἔχω» — [[είμαι]] [[ακοινώνητος]]· | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
v. δύσμεικτος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -μεικτ- Pl.Ti.35a
I 1difícil de mezclar φύσις Pl.l.c., Plu.2.1012c, cf. Num.17, τὸ σεμνὸν ... τῷ ἐπιεικεῖ δύσμικτον Plu.Phoc.2
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de mezclar οἷον πῦρ καὶ ὕδωρ, διὰ τὸ φύσει δύσμικτον Simp.in Cael.98.1, cf. Gal.8.689.
2 de trato o relación difícil τὰ νέα en matrimonio, Plu.2.754c
•insociable de pers., Poll.5.138.
3 de difícil acceso, escarpado de zonas montañosos, Poll.9.22.
II adv. -ως
1 con dificultad para mezclarse πρὸς τὰ ἄλλα γένη δ. ἔχει, καθάπερ ... τὸ ἔλαιον Plu.2.640d.
2 fig., de pers. de modo intratable, insociable Poll.5.139.
German (Pape)
[Seite 684] schwer zu vermischen, zu vereinigen; Plat. Tim. 35 a; Plut. Num. 17; τινί, mit etwas, Phoc. 2; vgl. Poll. 3, 64. 9, 62, πόλις, von einer schwer zugänglichen Bergstadt. – Adv., δυσμίκτως ἔχειν Plut. Symp. 2, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se mêle pas ou ne s'unit pas facilement.
Étymologie: δυσ-, μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
δύσμικτος: v.l. δύσμεικτος 2 трудно смешиваемый, почти несмешивающийся, несовместимый (φύσις Plat.; τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμικτος: -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. ἀκοινώνητος· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.
Greek Monolingual
δύσμικτος, -ον (Α)
Ι. αυτός που δεν έχει σχέσεις, συγγένεια με άλλον
II. επίρρ. δυσμίκτως
φρ. «δυσμίκτως ἔχω» — είμαι ακοινώνητος·