εὐναιετάων: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]]. | |btext=οντος;<br />[[bien situé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1 | |elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный]] или [[уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:44, 9 January 2023
German (Pape)
[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.
French (Bailly abrégé)
οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐναιετάων: ουσα, ον
1 удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);
2 хорошо населенный, многолюдный (πόλις Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλις ἢ πτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.
English (Autenrieth)
see ναιετάω.
Greek Monotonic
εὐναιετάων: -ουσα, -ον (ναιετάω), καλά τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, εὐ-ναιόμενος, -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ναιετάω
well-situated, of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.