κατισχάνω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katischano
|Transliteration C=katischano
|Beta Code=katisxa/nw
|Beta Code=katisxa/nw
|Definition=Ep. form of κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε <span class="bibl">Od.19.42</span>.
|Definition=Ep. form of κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατισχάνω Medium diacritics: κατισχάνω Low diacritics: κατισχάνω Capitals: ΚΑΤΙΣΧΑΝΩ
Transliteration A: katischánō Transliteration B: katischanō Transliteration C: katischano Beta Code: katisxa/nw

English (LSJ)

Ep. form of κατίσχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Od.19.42.

German (Pape)

[Seite 1402] = κατέχω, nur in tmesi, κατὰ σὸν νόον ἴσχανε Od. 19, 42.

Russian (Dvoretsky)

κατισχάνω: эп. (только in tmesi) = κατίσχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατισχάνω: Ἐπικ. τύπος τοῦ κατίσχω = κατέχω, κατὰ σὸν νόον ἴσχᾰνε Ὀδ. Τ. 42.

Greek Monolingual

κατισχάνω (Α)
συγκρατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἰσχάνω «συγκρατώ, κατέχω»].

Greek Monotonic

κατισχάνω: Επικ. αντί κατίσχω, σε Ομήρ. Οδ.