μυρηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myriros
|Transliteration C=myriros
|Beta Code=murhro/s
|Beta Code=murhro/s
|Definition=ά, όν, [[of sweet oil]], τεύχη <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>180.5</span>; λήκυθος <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 205</span>.
|Definition=ά, όν, [[of sweet oil]], τεύχη A.''Fr.''180.5; λήκυθος Ar.''Fr.'' 205.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> ([[πρβλ]]. [[ελαιηρός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρηρός Medium diacritics: μυρηρός Low diacritics: μυρηρός Capitals: ΜΥΡΗΡΟΣ
Transliteration A: myrērós Transliteration B: myrēros Transliteration C: myriros Beta Code: murhro/s

English (LSJ)

ά, όν, of sweet oil, τεύχη A.Fr.180.5; λήκυθος Ar.Fr. 205.

German (Pape)

[Seite 218] zu wohlriechenden Salben gehörig; χωρὶς μυρηρῶν τευχέων, die Salben enthalten, Aesch. frg. 15 bei Ath. I, 17; λήκυθος, Arr. fr. 8.

Russian (Dvoretsky)

μῠρηρός: содержащий благовония (τεύχεα Aesch.; λήκυθος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μῠρηρός: -ά, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς εὐῶδες ἔλαιον, ὁ πρὸς ἐναπόθεσιν μύρων, τεῦχος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· λήκυθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 8.

Greek Monolingual

μυρηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μύρο ή αυτός που χρησιμοποιείται ως δοχείο μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. ελαιηρός)].