πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[it is appointed]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. [[πόρω]] ἀόρ. β´ [[ἔπορον]] – [[πορεῖν]] (=[[δίνω]]). Ρίζα πορ- τοῦ [[πόρος]]. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → [[πέπρωται]]. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον [[ἐστί]], ἡ πεπρωμένη ([[μοῖρα]]), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c'est l'arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Russian (Dvoretsky)

πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.

Greek Monotonic

πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.

Frisk Etymological English

Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.

Frisk Etymology German

πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) it is appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εἶναι γραφτό). Εἶναι γ´ ἑνικό παθ. παρακ. τοῦ ρήμ. πόρω ἀόρ. β´ ἔπορονπορεῖν (=δίνω). Ρίζα πορ- τοῦ πόρος. Θέμα πορ-, μέ ἀναδιπλ. πεπορ → πέπρω → πέπρω + ται → πέπρωται. Τύποι πού χρησιμοποιοῦνται: πεπρωμένον ἐστί, ἡ πεπρωμένη (μοῖρα), τό πεπρωμένον (=τό γραφτό).