συκοπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[παρωδία]] της ομηρικής λ. [[χρυσοπέδιλος]] με [[λογοπαίγνιο]] [[προς]] τη λ. [[συκοφάντης]]) αυτός που [[φορά]] σύκινα πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), <b>πρβλ.</b> <i>πτηνο</i>-<i>πέδιλος</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[παρωδία]] της ομηρικής λ. [[χρυσοπέδιλος]] με [[λογοπαίγνιο]] [[προς]] τη λ. [[συκοφάντης]]) αυτός που [[φορά]] σύκινα πέδιλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῦκον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πέδιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πέδιλον]]), [[πρβλ]]. [[πτηνοπέδιλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:49, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκοπέδῑλος Medium diacritics: συκοπέδιλος Low diacritics: συκοπέδιλος Capitals: ΣΥΚΟΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: sykopédilos Transliteration B: sykopedilos Transliteration C: sykopedilos Beta Code: sukope/dilos

English (LSJ)

ὁ, fig-sandaled, a parody on Homer's χρυσοπέδιλος, with a play on συκοφάντης, Cratin.69.

German (Pape)

[Seite 973] ὁ, nach dem homerischen χρυσοπέδιλος gebildet, eigtl. der in Sykophantenfohlen geht, = συκοφάντης, Ar. Equ. 527.

Russian (Dvoretsky)

σῡκοπέδῑλος: шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т. е. занимающийся доносами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοπέδῑλος: ὁ, ὁ ἔχων σύκινα πέδιλα, παρῳδία τοῦ Ὁμηρικοῦ χρυσοπέδιλος, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφάντης, Κρατῖνος ἐν «Εὐνείδαις» 2.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως παρωδία της ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνοπέδιλος].