τραυλισμός: Difference between revisions
From LSJ
οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ → wine clouds one's mind, wine clouds one's judgement
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (elru replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />bégaiement.<br />'''Étymologie:''' [[τραυλίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[bégaiement]].<br />'''Étymologie:''' [[τραυλίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 22:12, 21 March 2024
English (LSJ)
ὁ, lisping, Plu.2.53c; f.l. for τρυλισμός (q.v.) in Erot.
German (Pape)
[Seite 1135] ὁ, das Lispeln, Schnarren, der Fehler in der Aussprache, wenn man einen Buchstaben, bes. L u. R, nicht deutlich aussprechen kann, Plut. discr. ad. et am. 12.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bégaiement.
Étymologie: τραυλίζω.
Russian (Dvoretsky)
τραυλισμός: ὁ шепелявость, (вообще) неправильное произношение звуков Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλισμός: ὁ, τὸ τραυλίζειν, «ὠνοματοπεποίηται ἡ λέξις ἀπό τινος ποιοῦ ψόφου» Ἐρωτιαν. σ. 366, Πλούτ. 2. 53D.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τραυλίζω
διακοπή της χρονικής ροής του λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της παραγωγής της φωνής και της άρθρωσης του λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια.