φιλέορτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fileortos | |Transliteration C=fileortos | ||
|Beta Code=file/ortos | |Beta Code=file/ortos | ||
|Definition= | |Definition=φιλέορτον, [[fond of feasts]], εἰρήνη Ar.''Th.''1147 (lyr.); Σύροι Hdn.2.7.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλέορτος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑορτή]]), | |mltxt=-η, -ο / [[φιλέορτος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>έορτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἑορτή]]), [[πρβλ]]. [[ἀνέορτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλέορτον, fond of feasts, εἰρήνη Ar.Th.1147 (lyr.); Σύροι Hdn.2.7.9.
German (Pape)
[Seite 1276] Feste liebend, Freund von Festen, Feiertagen, εἰρήνη Ar. Th. 1147.
Russian (Dvoretsky)
φιλέορτος: любящий праздники (εἰρήνη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλέορτος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς ἑορτάς, εἰρήνη Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 1147.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλέορτος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι γιορτές («ἔχουσα δέ μοι μόλοις εἰρήνην φιλέορτου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που του αρέσει να πηγαίνει σε γιορτές και πανηγύρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -έορτος (< ἑορτή), πρβλ. ἀνέορτος].