φοινίκουρος: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=foinikouros | |Transliteration C=foinikouros | ||
|Beta Code=foini/kouros | |Beta Code=foini/kouros | ||
|Definition=[ῑ], ὁ, perhaps [[red-start]] (i. e. | |Definition=[ῑ], ὁ, perhaps [[red-start]] (i.e. [[red-tail)]], [[Luscinia phoenicurus]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''632b28, ''Gp.''15.1.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς [[σήμερα]] γνωστά είδη [[καρβουνιάρης]] ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και [[κοκκινούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenicurus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς [[σήμερα]] γνωστά είδη [[καρβουνιάρης]] ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και [[κοκκινούρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenicurus</i> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), [[πρβλ]]. [[σκίουρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 24 November 2023
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, perhaps red-start (i.e. red-tail), Luscinia phoenicurus, Arist.HA632b28, Gp.15.1.22.
German (Pape)
[Seite 1296] ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.
Russian (Dvoretsky)
φοινίκουρος: ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla phoenicurus) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φοινίκουρος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον κοκκίνην οὐράν, ἐρίθακος, «κοκκινόκωλος», Motacella phoenicurus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4, Γεωπον. 15. 1, 22, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς σήμερα γνωστά είδη καρβουνιάρης ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και κοκκινούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phoenicurus < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκίουρος].